Εγκλήματα στα δημόσια νοσοκομεία I

Σκοπός του άρθρου είναι να ενημερώσει και να αποδείξει στον κάθε ενδιαφερόμενο, ότι η υποστελέχωση του Ε.Σ.Υ από εξειδικευμένο, έμπειρο ιατρο-νοσηλευτικό προσωπικό και ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό , οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αποτυχία διασωλήνωσης των ασθενών.

Η διατήρηση της βατότητας του ανώτερου αεραγωγού (airway) και η εξασφάλιση επαρκούς αερισμού αποτελούν βασική δεξιότητα και υπευθυνότητα του αναισθησιολόγου, του εντατικολόγου και του επειγοντολόγου.

Πριν ξεκινήσει η προσπάθεια διασωλήνωσης, θα πρέπει να έχουν απαντηθεί κάποια σοβαρά ερωτήματα:

α) Η διασωλήνωση είναι πιθανόν να έχει ανατομικές δυσκολίες; Αν ναι, ποιος θα επιχειρήσει τη διασωλήνωση;

β) Ποια είναι η καλύτερη τεχνική διασωλήνωσης: από το στόμα, από τη μύτη ή η τραχειοστομία;

γ) Η προσπάθεια πρέπει να γίνει με τον ασθενή υπό συνείδηση ή υπό καταστολή ή πρέπει να ακολουθηθεί η ταχεία (απνοϊκή) τεχνική;

δ) Έχει αυξημένη πιθανότητα αναγωγής και εισρόφησης ο ασθενής;

ε) Ποια είναι η εναλλακτική επιλογή;

στ) Είναι διαθέσιμα όλα τα υλικά και οι άνθρωποι που χρειάζονται για το αρχικό σχέδιο και την εναλλακτική λύση;

Όταν ξεκινά η διαδικασία διασωλήνωσης, ο υπεύθυνος γιατρός πρέπει να είναι σίγουρος για τη διαθεσιμότητα υλικών, φαρμάκων και ανθρώπων. Ο αερισμός με τη μάσκα δεν είναι πάντα αποτελεσματικός και θα πρέπει να υπάρχει άμεσα διαθέσιμη εναλλακτική λύση. Αυτό σημαίνει ότι κάποιες φορές απαιτείται να είναι άμεσα διαθέσιμος ένας αναισθησιολόγος, που μπορεί να προσπαθήσει μια άλλη τεχνική διασωλήνωσης, να χρησιμοποιήσει λαρυγγική μάσκα ή να κάνει αερισμό με βελόνα ή χειρουργική κρικοθυρεοειδοτομή.

Το εξειδικευμένο και έμπειρο ιατρο-νοσηλευτικό προσωπικό πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το Δύσκολο Αεραγωγό.

Σε ένα υπολογίσιμο, ποσοστό ασθενών, ακόμη και οι έμπειροι γιατροί μπορεί να συναντήσουν δυσκολία στον αερισμό με τη μάσκα ή τη διασωλήνωση. Αυτό το πρόβλημα μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις σε βαριά πάσχοντες, που πιθανόν να είναι ήδη υποξαιμικοί, οξεωτικοί ή αιμοδυναμικά ασταθείς.

Η έλλειψη εμπειρίας, εξειδίκευσης και υποστελέχωσης του ιατρο-νοσηλευτικού προσωπικού, οδηγεί σε Επιπλοκές Διασωλήνωσης.

Οι χειρισμοί κατά τη διασωλήνωση μπορεί να τραυματίσουν τα χείλη, τα δόντια, τη μύτη, τον φάρυγγα, τον λάρυγγα ή τον αυχένα, ενώ σε μεγάλο ποσοστό ασθενών που διασωληνώνονται από τη μύτη προκαλείται ρινορραγία. Τραυματισμός στο στόμα, εξαγωγή δοντιών και εξάρθρωση της γνάθου, αλλά και τραυματισμός της τρόπιδας μπορεί να προκληθούν από τη χρήση του λαρυγγοσκοπίου με σχετική βία, καθώς τραυματισμός των μαλακών ιστών και αιμορραγία του ανώτερου αεραγωγού, κλπ.

Η πιο επικίνδυνη κατάσταση κατά τη διαχείριση του αεραγωγού αποτελεί η αδυναμία διασωλήνωσης και αερισμού (can’t intubate, can’t ventilate), κατά την οποία ο ασθενής είναι απνοϊκός με αδυναμία οξυγόνωσης και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του.

Η διασωλήνωση από Σωτήρια πράξη, μετατρέπεται σε μοιραία πράξη για τη ζωή του ασθενούς.

Οι επιπρόσθετοι επιβαρυντικοί παράγοντες επιδείνωσης της κατάστασης των ασθενών είναι :

  • Επιδείνωση υποκείμενων νοσημάτων
  • Υποσιτισμός
  • Αφυδάτωση
  • Ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις

Οι ασθενείς που εισάγονται στις ΜΕΘ έχουν υψηλότερες πιθανότητες να καταλήξουν λόγω επιπλοκών σε αντίθεση με τους ασθενείς που εισάγονται σε απλές κλίνες σε οποιοδήποτε νοσοκομείο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η μέση θνητότητα στις ΜΕΘ υπολογίζεται στο 16.2% , στην Ελλάδα η θνητότητα στις ΜΕΘ τοποθετείται στο 32% (πριν την πανδημία). H μέση διάρκεια διαμονής (ALOS) σε κλίνη ΜΕΘ είναι 3 μέρες σε παγκόσμιο επίπεδο. Για κάθε μέρα στη ΜΕΘ ο ασθενής χρειάζεται επιπλέον 1.5 μέρες ανάρρωση σε απλή κλίνη. Στην περίπτωση μεγάλης σε διάρκεια παραμονής σε ΜΕΘ, έχουν παρατηρηθεί προβλήματα νευρομυϊκής αδυναμίας στους ασθενείς, κάτι το οποίο αποδίδεται στη σηψαιμία, ακινησία, πολυοργανική ανεπάρκεια, υπεργλυκαιμία και χρήση κορτικοστεροειδών. Οι ασθενείς που βρίσκονται σε μηχανική υποστήριξη αναπνοής για περισσότερο από επτά μέρες οδηγούνται στη νευρομυϊκη αδυναμία στο 58% των περιπτώσεων.

Follow us: